Χρειαζόμαστε επιστήμονες της πληροφορικής, παράγουμε φιλόλογους
Χρειάζεται να δημιουργήσουμε στελέχη για να διοικήσουν επιχειρήσεις, αλλά από τα πανεπιστήμια αποφοιτούν κυρίως εκπαιδευτικοί.
Μπορεί, επίσης, ο κατασκευαστικός κλάδος να βρίσκεται από την έναρξη της κρίσης στα τάρταρα, όμως οι φοιτητές που εισάγονται στα τμήματα αρχιτεκτονικής αυξήθηκαν κατά 20% στη διάρκεια της περιόδου 2008-2015.
Σύμφωνα με μελέτη που τιτλοφορείται «Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: ζητείται προσέγγιση», την οποία διενήργησαν η ελεγκτική εταιρεία ΕΥ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και η Endeavor Greece, στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, πάνω από δύο στους πέντε φοιτητές εξακολουθούν και σήμερα, όπως και προ κρίσης, να φοιτούν σε τρεις βασικές γενικές κατευθύνσεις: το 13% (από 18% το 2008) στις ανθρωπιστικές επιστήμες, το 12% (από 11% το 2008) στις κοινωνικές επιστήμες και επιστήμες της συμπεριφοράς και επίσης 12% σε επιστήμες εκπαίδευσης και κατάρτισης των διδασκόντων (από 13% το 2008).
Συνολικά, το 53% των φοιτητών κατευθύνεται σε αντικείμενα σπουδών και κλάδους που δεν συμβάλλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Την ίδια ώρα, σε έναν τομέα αιχμής όπως η πληροφορική, εξακολουθεί να κατευθύνεται πολύ μικρό ποσοστό, μόλις το 4% των φοιτητών, αν και σε απόλυτους αριθμούς έχουν αυξηθεί οι πρωτοετείς σε αυτόν τον κλάδο κατά 16%.
Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα παρατηρείται μεγάλη ζήτηση σε ειδικούς πληροφορικής, ενώ στην Ευρώπη προβλέπονται έως το 2020 750.000 κενές θέσεις εργασίας στον εν λόγω κλάδο. Η ζήτηση για επιστήμονες της πληροφορικής επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αποτελεί τον κλάδο με τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης, 22,7%, το 2016 σε σύγκριση με το 2008. Σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε περαιτέρω τον Ιούνιο του 2018, στο 19,1%, από 19,3% τον Μάιο του 2018. Το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί τον Ιούνιο του 2018 κατά 2,2 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2017, και κατά 8,7 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2013. Η πτώση της ανεργίας συνδέεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος κατά 1,4% το 2017 και 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2018.
Προσδιοριστικοί Παράγοντες ανόδου της διαρθρωτικής ανεργίας στην Ελλάδα
Οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση της συνιστώσας της διαρθρωτικής ανεργίας, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank, είναι:
- Το υψηλό ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνιων ανέργων
- Η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων
- Το ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας για πάνω από ένα έτος ως ποσοστό στο σύνολο των ανέργων, αν και μειώνεται ελαφρά από το 2017, παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 25,6 μονάδες στην περίοδο 2008-2017. Το μακροχρόνιο διάστημα ανεργίας αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας συνεπώς την εύρεση εργασίας. Επιπροσθέτως, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία και τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα τη δυσκολία ταχείας μειώσεως της διαρθρωτικής ανεργίας στο μέλλον.
H αναντιστοιχία ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:
- Στον μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης με ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων
- Τις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας
- Το φαινόμενο της εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).
Ειδικότερα, το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας, που ορίζεται ως ο λόγος κενών θέσεων εργασίας ως προς τις συνολικές θέσεις εργασίας (κατειλημμένων και μη) εμφάνισε πτωτική τάση στην πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης και της μείωσης της ενεργού ζήτησης (2009-2012), ενώ τα επόμενα έτη διατηρήθηκε στο ίδιο περίπου επίπεδο. Αντίθετα στη Γερμανία, το ποσοστό κενών θέσεων ανήλθε σταδιακά την τελευταία δεκαετία.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό ανεργίας, διαμόρφωσαν το πλαίσιο ενίσχυσης του φαινομένου εκροής ανθρωπίνου δυναμικού στο εξωτερικό, ενισχύοντας τη διαρθρωτική ανεργία. Ειδικότερα, η εκροή εργατικού δυναμικού προς το εξωτερικό διατηρείται, αν και με μικρότερη ένταση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Το ποσοστό των εκροών αφορά κυρίως νέους με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, στερώντας από την οικονομία εξειδικευμένο επιστημονικά ανθρώπινο κεφάλαιο.
Διαρθρωτικές Αλλαγές και Εκπαιδευτικό Σύστημα
Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας που εφαρμόσθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής έχουν διαμορφώσει τις συνθήκες για τη σταδιακή μείωση της ανεργίας στα επόμενα έτη, σε επίπεδο πλησίον εκείνου της Ευρωζώνης, αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο. Παράλληλα, η επανασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας συνιστά καθοριστικό παράγοντα για τη συμπίεση της διαρθρωτικής ανεργίας, δηλαδή της αναντιστοιχίας προσφερομένων και ζητουμένων δεξιοτήτων. Οι κύριες προκλήσεις στο μέτωπο αυτό αφορούν στον αναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης προς:
- Την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα έναντι του δημοσίου
- Την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση έναντι της γενικής
- Την επανεκπαίδευση κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, ιδιαίτερα των μακροχρόνια ανέργων.
Η έλλειψη εργαζομένων με προσόντα και η ευθύνη των επιχειρήσεων
Μπορεί η ανεργία να είναι σε υψηλά επίπεδα, όμως το 77% των εργοδοτών δηλώνει ότι δυσκολεύεται να βρει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό. Ο λόγος; Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με υπερβάλλοντα προσόντα, όμως μόλις το 55% έχει προσόντα εναρμονισμένα με τις ανάγκες της αγοράς. Όπως ανέφερε ο Π. Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, ο κυριότερος λόγος που ανέφεραν οι εργοδότες είναι το έλλειμμα σε τεχνικές δεξιότητες (29%), σε εμπειρία (27%), σε προσωπικές δεξιότητες (12%) και σε διαθέσιμους υποψηφίους (11%).
Φταίνε για το παραπάνω μόνον το εκπαιδευτικό σύστημα και η « ελληνική οικογένεια», που θέλει το παιδί της να γίνει δικηγόρος, πολιτικός μηχανικός, γιατρός ή δάσκαλος; Η απάντηση που δίνει η μελέτη είναι κατηγορηματικά όχι. Μεγάλη είναι η ευθύνη και των επιχειρήσεων, καθώς, όπως σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Endeavor Greece, Χ. Μακρυνιώτης, ιδανικά οι επιχειρήσεις θέλουν να προσλάβουν άτομα με εμπειρία, επομένως και μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά να τους πληρώνουν με αμοιβές νέων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, σύμφωνα με τη μελέτη, το 88% των νέων θεωρεί ότι οι επιχειρήσεις δεν προσφέρουν ποιοτική και καλά αμειβόμενη απασχόληση. Είτε λόγω νοοτροπίας είτε λόγω οικονομικών δυσχερειών, οι εργοδότες δεν επενδύουν στην εκπαίδευση του προσωπικού τους.
πηγή: epixeiro.gr